- σφακέλωμα
- (I)το, Ν [σφακελούμαι]γάγγραινα.————————(II)το / σφακέλωμαν, ΝΜβλ. φασκέλωμα.————————(III)το, Ν(μυκητ.) γένος δευτερομυκήτων που ανήκει στην τάξη μελανκονιώδη τής κλάσης κοιλομύκητες και περιλαμβάνει 50 περίπου κοσμοπολίτικα είδη.
Dictionary of Greek. 2013.